- ωοδόχη
- η подставка для яиц
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωοδόχη — η, Ν μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ] … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek